ῥάθυμα

ῥάθυμα
ῥάθυμος
light-hearted
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ῥᾴθυμα — ῥᾴθῡμα , ῥᾴθυμος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανειμένος — η, ο (AM ἀνειμένος, η, ον) 1. άτονος, χαλαρός «ανειμένη φωνή» 2. έκλυτος «ανειμένα ήθη» 3. (επίρρ, νως) α) ράθυμα, αφρόντιστα β) άνετα, ξεκούραστα γ) ελεύθερα, αχαλίνωτα δ) αρχ. με παρρησία. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιθετικοποιημένη μτχ. παθ. πρκμ. του ανίημι… …   Dictionary of Greek

  • ράθυμος — η, ο / ῥάθυμος, ον, ΝΜΑ, και ῥᾴθυμος, ον, Α ο απρόθυμος για εργασία, αυτός που δεν έχει καμία διάθεση για δράση, νωθρός, οκνηρός νεοελλ. αράθυμος αρχ. 1. επιπόλαιος 2. (για ύφος λόγου) ανώμαλος ή ακατάστατος 3. αυτός που γίνεται χωρίς ιδιαίτερη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”